Αφιέρωμα στον Άρη Βελουχιώτη, του Β. Φασούλα

Ευχαριστώ πολύ τον Κ. Φασούλα, συγγραφέα και ποιητή για το αφιέρωμα στον (φερόμενο ως) πατέρα μου, Άρη Βελουχιώτη.

Ειρήνη (Ρηνούλα) Μακρυγιάννη

 

Άρη Βελουχιώτη, αιωνία η μνήμη σου!

Βάιος Φασούλας -Γερμανία, 16.03.2005

Στη μνήμη του Άρη Βελουχιώτη

Στων Αγράφων τα βουνά

Πα στων Αγράφων τα βουνά στου Κόζιακα κορφάδες

κει που παλιά πολέμησαν οι πιο γενναίοι άνδρες

και χάρισαν τη λευτεριά στη σκλαβωμένη γη μας

και διώξανε το φασισμό και τον κατακτητή μας,

.

βρέθηκα ψες στον ύπνο μου αντάμα με τον Άρη

τον καπετάνιο του ΕΛΛΑΣ το πρώτο παλικάρι

κι ανταρτοπούλες γύρα του κρέμονταν απ’ τα χείλη

πριχού ο ήλιος να κρυφτεί κι έρθει γοργά το δείλη

.

διαταγή περίμεναν να ορμήξουν στα θηρία

γερμανικά και εγχώρια που ’φεραν δυστυχία

και σαν χταπόδι άδραξαν την έρμη μας πατρίδα

τη λευτεριά ν’ απαρνηθεί να πέσει στην παγίδα

.

Στο πατρικό μου βρέθηκα κι ήταν όλοι εκεί

η μάνα κι ο πατέρας μου, μπαρμπάδες και αδελφοί

κι ο σεβαστός ο παπα-Λιας, ο γέροντας παππούς μου

που μίλαγε για το Χριστό σ’ όλους τους χωριανούς μου

.

και φτάνανε στην εκκλησιά ν’ ακούσουν τους ψαλμούς του,

ψαλμοί γλυκοί κι έβγαιναν μαζί με τους καημούς του

και βλόγαγε ο γέροντας της λευτεριάς την ώρα

κι εξόρκιζε την καταχνιά και τη μεγάλη μπόρα

.

Εκεί λοιπόν στο πατρικό αντάμα με τον Άρη,

απαντοχή στο σπίτι μας, χαρά, τιμή μεγάλη

κρασί η μάνα έφερνε να πιουν με τον πατέρα

και η τρανή μου αδελφή σχεδίαζε παντιέρα

.

Αγένωτη στα δεκαοχτώ κι ήταν δεξί του χέρι

σαν αετού το πέταγμα έτρεμε και τ’ αγέρι

το κρώξιμό της σήκωνε τρίχα κι ανατριχίλα

και τους εχθρούς τούς έπιανε πικρός τρόμος και νίλα

.

Εκεί ψηλά, στον Κόζιακα, στ’ απόρθητα λημέρια

βρέθηκα μες στους ήρωες που άρπαζαν στα χέρια

τη λευτεριά που είχανε οι βάρβαροι δεμένη

κι ο καπετάνιος που ’λεγε, για μας είναι δοσμένη

.

Άστραφτε η γενειάδα του, φώτιζε η ματιά του

μέσα απ’ το χαμογέλι του έλαμπε η αρχοντιά του

και η φωνή του έβγαινε καθάρια, μεστωμένη,

ε σεις, συντρόφια, έλεγε, γι’ αυτή ’μαστε ταγμένοι

.

Και μαζευτήκαν’ στην αυλή κοπέλες, παλικάρια

κάμποσοι γέροι και γριές με χέρια στα θηκάρια

το λόγο του ν’ ακούσουνε που ’βγαινε φλογισμένος

του πρωτοκαπετάνιου τους με πίκρες ποτισμένος

.

Αδέλφια δεν σκιαζόμαστε του ναζισμού θηρία

αυτά ταχιά θα δώσουνε λόγο στην ιστορία

θα νικηθούν, θα συντριφτούν κι όλα θα τα πληρώσουν

για τα κακά που κάνανε σκληρά θα μετανιώσουν

.

Του μέλλοντός μας οι εχθροί είναι ανάμεσά μας,

εχθροί για όλον το λαό θα’ ναι η συφορά μας,

της λευτεριάς το τίμημα έχει μεγάλο κόστος

και θα ενώσουν τα πυρά κι ο ξένος και ο ντόπιος

.

Στη χώρα συνωστίζονται όλοι οι κολασμένοι

ανάλγητοι για το λαό κι εξανδραποδισμένοι

ζιζάνια θα μας βάλουνε, παγίδες θα μας στήσουν

της λευτεριάς αγωνιστές θα τους εξαφανίσουν

.

Μένει μονάχα να ’μαστε με πίστη στα δικά μας

σαν αλυσίδα κι άσπαστοι στ’ αγώνα ιδανικά μας

δεμένοι κι απροσκύνητοι σε κάθε καταιγίδες

όχι αυτές του ουρανού· δε σβήνουν τις ελπίδες

.

αλλά αυτές του τόπου μας που φτιάχνουν οι αδελφοί μας

με προδοσίες, ίντριγκες, πάνω στην κεφαλή μας.

Γι’ αυτό κρατάτε, αδελφοί, τα όπλα σας στα χέρια

πριχού όλους μας κόψουνε προδοτικά μαχαίρια

.

Μάθ’τε να ξεχωρίζετε την ψώρα απ’ το στάρι

την όμορφη πατρίδα μας φυλάξτε με καμάρι,

γιατί, θαρρώ, στον τόπο μας τρανή οργή θα πέσει

τη λευτεριά, που όλους πονά, θα έχουνε φονεύσει

.

Κι έλεγε, ο Άρης, έλεγε πάνω απ’ το παραθύρι

και τα πουλάκια του βουνού στήσανε πανηγύρι

και ο κόσμος κάτω άρχισε να ρίχνει πιστολιές

τον ουρανό χαράκωναν μ’ ελπίδων πινελιές

.

Και όπως είχαν μαζευτεί ν’ αφουγκραστούν τον Άρη

κι απόθεσαν στα λόγια του τα άγχη τους, τα βάρη

έτσι και χάθηκαν ξανά σα να ’τανε αντάρα

κι εμένα μου απόμεινε του ύπνου μου λαχτάρα

.

Ο καπετάνιος χάθηκε, η μάνα μου, ο πατέρας

ο παπα-Λιας, οι αδελφοί σαν ήχοι μιας φλογέρας

αφήνοντας απόηχο που φτάνει ως την καρδιά μου

σφραγίδα ανεξίτηλη βάζει στα σωθικά μου

.

Της λευτεριάς το τάλαντο πρέπει να το φυλάξω

κι όλους τους νεώτερους κοντά μου να τους κράξω

και να τους πω για τα κακά κείνης της εποχής

ντόπιοι και ξένοι παίξανε ρόλους της ενοχής

.

Και φτιάξαν την πατρίδα μας τρανό νεκροταφείο

αριστερών και δεξιών και ορφανοτροφείο

παιδιών που ’μειναν ορφανά και ξεπουπουλιασμένα

να ψάχνουν για τις μάνες τους μόνα, δυστυχισμένα

.

Ω τι πικρό της μοίρας σου ποτήρι να σου τύχη

να ξύνει η ορφάνια την ψυχή με το σκληρό της νύχι

μάνα αν χάσεις στη ζωή πα στο ξεκίνημά σου

αιώνιο το παράπονο θα ’ναι στο βάδισμά σου

.

Κι αν τύχη χάσεις και τους δυο μπαίνεις στο Γολγοθά σου

μ’ έναν σταυρό ασήκωτο θα κάνεις την τροχιά σου

πικρές εικόνες στην καρδιά θα έχεις ματωμένες

της μάνας, του πατέρα σου θα σέρνεις ρημαγμένες

.

Στον καπετάνιο του ΕΛΛΑΣ, η μνήμη αιωνία

και σ’ όλους που εχάθηκαν στη μαύρη θηριωδία

μανούλες νιες, νέα παιδιά, αδέλφια και μπαρμπάδες

ανθρώπων που πιστέψανε στης λευτεριάς τις δάδες

.

Κι ορφάνεψαν τη χώρα μας, χάθηκαν νιάτα, κάλλη

βάρβαροι την κυλήσανε στα μίση και στη ζάλη

χάθηκαν σπίτια «αριστερών» στη φρίκη των σφαγών

και άλλων σκορπίσαν «δεξιών» στη δίνη των κραυγών

.

Για την πατρίδα, λέγανε, πάλευαν και οι δυο

και την πατρίδα σύρανε στο μαύρο χαλασμό

οι ξένοι οι τρισκατάρατοι στήσανε κωμωδία

και μαυροκόκκινοι αρχηγοί την κάναν τραγωδία

.

Τέτοια κατάντια, διχασμό, οι νέοι να μη δούνε

να σφάζει αδέλφι αδελφό, με μίσος να ορμούνε

κι όσοι εναπομείναντες να ζούνε πια διωγμένοι

άλλοι να τρων πικρό ψωμί, άλλοι κατατρεγμένοι

.

κι άλλοι να ζουν ανάμεσα, στις σκιές των χαλασμάτων

να τρων μαζί με το ψωμί, φωνές αναθημάτων,

να μην τηράνε πίσω τους τι άφησε η μπόρα

μαύρο, ορφάνια και κακό σ’ ολόκληρη τη χώρα

.

Ω τι κακό της κάνανε την έρμη μας πατρίδα

χήρεψαν σπίτια, γειτονιές, πέσανε στην παγίδα

κι έχασε η μάνα τα παιδιά, παππούς, γιαγιά εγγόνια

σπάραξ’ ο τόπος, σύρθηκε, στο μίσος, στη διχόνοια

.

Πόσες μανούλες κλάψανε, Λεύτερε, το χαμό σου

και πόσες δεν ανδρώθηκαν από το θάνατό σου

σύμβολο πια σε κάνανε της λευτεριάς εικόνα

κι άσβηστος μένεις μέσα μας, ελπίδα για αγώνα

.

Πα στων Αγράφων τα βουνά στου Κόζιακα κορφάδες

έζησα κάμποσες στιγμές κείνες τις αποφράδες,

ημέρες, μήνες και εποχές που δε λαλούσε αηδόνι

πόνοι, πικρίες και καημοί κι ο νους μου πια θολώνει...

Βάιος Φασούλας -Γερμανία, 16.03.2005

(Από τη Β` Ποιητική Συλλογή)